κοχλιοφόρος

κοχλιοφόρος
ο
εφοδιασμένος με κοχλία, βιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”